Τρίτη 6 Απριλίου 2021

 


ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΔΡΟΜΟΛΟΓΙΟ

 Φθινόπωρο και βράδιασα στη Λευκωσία.

Κάθομαι στον κεντρικό σταθμό

των αστικών και υπεραστικών λεωφορείων

και περιμένω για να πάω σπίτι μου

 

αναχωρούν με τη σειρά

τα δρομολόγια των αστικών λεωφορείων

για τον Λυκαβηττό

τον Άγιο Δομέτιο

τον Στρόβολο

και το Καϊμακλί

 

μοναδικοί τους επιβάτες

οι αναμνήσεις μου

άλλες μαυρόασπρες και άλλες έγχρωμες

στριμωγμένες

να τις μεταφέρουν

στην οδό Ευσταθίου Ξενοφώντος

και μετά στην Ιωάννου Μεταξά

στον Λυκαβηττό

σε νοικιαζόμενα φοιτητικά δωμάτια

στην οδό Αξιοθέας στον Άγιο Κασσιανό

Μεγάλου Αλεξάνδρου στον Άγιο Δομέτιο

Βασιλικού και Μεσαορίας στο Καϊμακλί

σε σπίτια νοικιαζόμενα

και στην οδό Μεσσηνίας στον Στρόβολο

σε σπίτι ιδιόκτητο

 

άρχισε να ψιλοβρέχει

κι όσο τα λεωφορεία ξεμακραίνουν

η βροχή όλο δυναμώνει

και θολώνει την εικόνα

 

γυρνώ το πλήρες αναμνήσεων

σαν αστικό λεωφορείο κεφάλι μου

και κοιτώ την ώρα

στον ηλεκτρονικό πίνακα

με τα δρομολόγια των υπεραστικών λεωφορείων

 

πέρασε ήδη

δίχως να το καταλάβω

ένα τέταρτο από την αναχώρηση

και του τελευταίου δρομολογίου

για να πάω σπίτι μου

 

ο σταθμός σιγά σιγά αδειάζει

μ' εμένα μονάχα

καθισμένο στο παγκάκι

και τον οδοκαθαριστή

που μαζεύει τα σκουπίδια

και τα πεσμένα φύλλα.

 

 ΤΟ ΦΙΛΕΜΑ

 Χθες που πήγα να δω τη μάνα μου

που τελευταία

δυσκολεύεται να περπατήσει

και ξεχνά ονόματα και γεγονότα

λόγω ηλικίας

 

καθώς κουβεντιάζαμε

σηκώθηκε απ' την καρέκλα της

με δυσκολία

πήγε στην άλλη κάμαρα

ακουμπισμένη στο μπαστούνι της

κι επέστρεψε

κρατώντας μια τσάντα πλαστική

με σύκα, ρόδια και μήλα

για μένα, είπε

να τα πάρω μαζί μου φεύγοντας.

 

Εκείνη ακριβώς την ώρα

γύρισα το κεφάλι προς την ξώπορτα

για να μη δει η μάνα μου

τα δακρυσμένα μάτια μου

και είδα να δρασκελά το κατώφλι

ένα παιδί

με μια τσάντα πλαστική στο χέρι

γεμάτη καλούδια.

 

ΑΡΙΘΜΗΤΙΚΗ ΑΝΑΜΟΝΗΣ

οι νύχτες που ξαγρυπνούσαν

αναμένοντας τον ερχομό σου

μ’ έμαθαν να μετρώ τις ρυτίδες

στο πρόσωπο του φεγγαριού

 

το χάδι της άνοιξης

γλάρος που σ’ αναζητούσε

για να σου μάθει το τραγούδι

που λέει στον ήλιο το κύμα

κι ο ουρανός

σε καρτερούσε

να παραβιάσεις το άβατό του

και να τον ταξιδέψεις

στην απεραντοσύνη του γαλάζιου σου

 

άτι ατίθασο η σκέψη

στα χείλη μου άνοιγε πανιά

ήχοι και λέξεις

που δεν  φώναξε ποτέ κανείς

λικνίζονταν σαν φλόγες

στα πελαγίσια μάτια σου

όπου οι μέρες μου μακριά τους

βράδιαζαν νύχτες νοσταλγίας 

 

σε περίμενα

χρωματίζοντας τη νύχτα

 

σε περίμενα

σχεδιάζοντας ηλιοβασιλέματα

και πανσέληνους

 

σε περίμενα

δίνοντας ονόματα στ’ αστέρια·

 

τελικά φάνηκες

με τη θλίψη στα μάτια

και στα χέρια

τον οδικό χάρτη της χαράς μας.

 

ΤΑΞΙΔΙ

 Μάζεψα το πατρικό μου σπίτι

το φορτώθηκα στον ώμο

και ξεκίνησα

 

στο πρώτο μου βήμα

άνοιξε το παράθυρο

που βλέπει προς τη θάλασσα.

Στάλες αλμύρας

θόλωσαν την απεραντοσύνη της

που τόσο αγάπησα

και θα μου λείψει

 

χρόνια τώρα μένω

με το βήμα μετέωρο

και το σπίτι μου

να ταξιδεύει

απ’ τ' ανοιχτό παράθυρο.

 

 

 ΠΗΡΕ ΝΑ ΒΡΑΔΙΑΖΕΙ

 Πήρε να βραδιάζειστο δάσος

με τις ακάλυπτες υποσχέσεις

και τις ευκάλυπτες παραβιάσεις

 

λογχοειδή φύλλα τραυματίζουν

την επόμενη μέρα

που πέφτει αιμόφυρτη

πάνω στο ματωμένο στήθος της

 

σέρνεται με δυσκολία

και βγαίνει απ' το δάσος

κάτω από συνεχή βροχή

 

σηκώνεται αργά αργά

μα γλιστρά και ξαναπέφτει

 

δεν βλέπει τίποτα

μόνο ακούει τον ήχο της βροχής

και νιώθει τη λάσπη

κάτω από το ματωμένο στήθος της.

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου