Πέμπτη 14 Μαΐου 2020


Απόσπασμα από δημοσίευμα του φιλόλογου, μελετητή και λογοτέχνη Νίκου Ορφανίδη για την ποίηση μου

«... Έχουμε, γενικά, στον Πενταρά μια λογοτεχνική κατάθεση του φωτός.  Της διαύγειας, της καθαρότητας. Μια ποίηση που υπερβαίνει σαφώς την προσωπική περιπέτεια και την προσωπική μυθολογία, που οδηγεί συνήθως σε μια κλειστή ποίηση. Στην  περίπτωση του Νίκου Πενταρά, έχουμε μια ποίηση που τη διακρίνει η διαφάνεια. Η σαφήνεια. Μια ποίηση ανοιχτή. Απαλή. Μια ποίηση του ανοιχτού χώρου, του ανοιχτού ορίζοντα, της ανοιχτής ψυχής. Γι’ αυτό και μια ποίηση που αναπαύει. Που οδηγεί στον τόπο της παραμυθίας, μ’ έναν τρόπο απαλό. Έτσι, στην ποίηση του η πίκρα διαχέεται. Προβάλλει διυλισμένη. Ανεπαίσθητη. Διακριτικά. Για να παραμείνει η αίσθηση της μαγείας του καλοκαιριού που έφυγε, όπως έφυγε. Με τα θραύσματα του πολέμου. Τον δικό μας θρυμματισμό.»

(Περιοδικό «ΑΚΤΗ», τεύχος 114, Άνοιξη 2018)

Σάββατο 9 Μαΐου 2020




ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ

I


Μητέρα,
Στο κέντημα του λινομέταξου τσεμπεριού σου
Μετρώ όλα τα μοτίβα της αγάπης


II

Χθες που πήγα να δω τη μάνα μου
που τελευταία
δυσκολεύεται να περπατήσει
και ξεχνά ονόματα και γεγονότα
λόγω ηλικίας
καθώς κουβεντιάζαμε
σηκώθηκε απ' την καρέκλα της
με δυσκολία
πήγε στην άλλη κάμαρα
ακουμπισμένη στο μπαστούνι της
κι επέστρεψε
κρατώντας μια τσάντα πλαστική
με σύκα, ρόδια και μήλα
για μένα, είπε
να τα πάρω μαζί μου φεύγοντας.
Εκείνη ακριβώς την ώρα
γύρισα το κεφάλι προς την ξώπορτα
για να μη δει η μάνα μου
τα δακρυσμένα μάτια μου
και είδα να δρασκελά το κατώφλι
ένα παιδί
με μια τσάντα πλαστική στο χέρι
γεμάτη καλούδια.

III

Στο σπίτι σου ήταν όλα στη θέση τους, μητέρα,
εκτός από εσένα στην πολυθρόνα σου
και τη χύτρα με το φαγητό στη νισκιά.

Καθώς κοιτούσα γύρω αμήχανα
με το πάτωμα να κυλά
κάτω από τα πόδια μου
γιατί πρώτη φορά
ήλθα στο σπίτι σου
κι εσύ να λείπεις
άκουσα την απουσία
στην άδεια πολυθρόνα σου
να μου μιλά με τη φωνή σου
και να με ρωτά αν πεινούσα.